αδρόκερως

αδρόκερως
ἀδρόκερως, -ων (Α)
αυτός που έχει μεγάλα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + κέρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”